top of page

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ

(ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΕΦΕΣΙΟΣ)

 

Ο Ηράκλειτος nº 1 βγαίνει απ’ το σπίτι και στο δρόμο ενώνεται

με τον Ηράκλειτο nº 2 ο οποίος, ακριβής όπως η μέρα,

κατεβαίνει προς το ποτάμι με την πρόθεση ένα μπάνιο να κάνει.

Κάνει ζέστη και το σώμα ζητά απ’ το καλοκαίρι μια ανακωχή

ενώ, απόμακρη, η ψυχή μάχεται έναν πρόωρο χειμώνα.

Και ιδού, όταν φτάνουν, βρίσκεται ήδη ο Ηράκλειτος nº 3

να κολυμπά ανάμεσα στα δροσερά καλάμια και την πράσινη αύρα.

Δείτε τον Ηράκλειτο nº 4 να διαχωρίζει το νερό απ’ το νερό

(το υδρογόνο απ’ τη μια μεριά, το οξυγόνο απ’ την άλλη),

το ποτάμι να κλείνει χωρίς ουλή πίσω από τον Ηράκλειτο nº 5.

Νιώστε μια αστραπή από ψάρια γύρω από τον Ηράκλειτο nº 6,

τον ηλεκτρισμό της στιγμής, τη διαφάνεια της εσπέρας.

 

Αλλά σκοτεινιάζει κι είναι ώρα να δειπνήσουν πριν να τους διαλύσει η νύχτα.

Ο Ηράκλειτος nº 7 στην ακτή τους συγκαλεί, ανάμεσα στις όξινες σκιές,

και όλοι οι Ηράκλειτοι της μέρας συγκεντρώνονται διαδοχικοί κι αλλιώτικοι:

ο ανεξιχνίαστος και ο μοναχικός. Ο συκοφάντης κι ο αφηρημένος.

Πάνω στο χορτάρι που ψιθυρίζει, μακριά απ’ τον κόσμο, τους ακούμε

να μοιράζονται το μέλι και τη στιγμή, τη δίψα και τις λέξεις:

 

Δεν μπορεί να κάνει μπάνιο ένας δύο φορές στο...

 

Και είναι σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας όταν, ξαφνικά,

η βροντή που συνηθίζει να προσυπογράφει τα μεγάλα επεισόδια

προπορεύεται ίσα-ίσα για να πνίξει το τέλος της αποκάλυψης,

αρνώντας μας έτσι τις δάφνες όλες της γνώσης.

Και δεν εξυπηρετεί σε τίποτα να γυρίσουμε πίσω αυτό το ποτάμι

σαν μια παλιά βιντεοταινία.

Μόλις φτάσουμε στο καρέ του κρότου, πια δεν μένει κανένας:

οι ακτές είναι ερημωμένες, η κοίτη ξηρή, η νύχτα κενή.

 

 

 

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΝ

 

Από έξω η πέτρα είναι ένα αίνιγμα:

κανείς δεν ξέρει πώς να το επιλύσει

 

CHARLES SIMIC

 

Ζούνε ακίνητες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου

γιατί είναι η στρατηγική τους να περνάνε απαρατήρητες.

Τη μέρα μοιάζουν να ονειρεύονται στο χείλος της αβύσσου

κι ούτε η φωτιά ούτε η βροχή μπορούνε να τις καταλάβουν.

Αλλά τη νύχτα, αν έστηνες αυτί πάνω σ’ αυτές,

θα άκουγες εκεί μέσα γιορτές κρυφές,

άτομα να βγάζουν για χορό άλλα άτομα,

πυροτεχνήματα στους εξημερωμένους ουρανούς τους.

 

Μόλις τους δώσουμε την ευκαιρία ή τους γυρίσουμε την πλάτη,

τη γη αποχαιρετούν για να ανήκουν στον αέρα.

Άφησε να κυλήσουν κατηφορικά καταδιώκοντας τον ήλιο,

να τις εκκολάψουν οι άγγελοι των κοιμητηρίων.

Μερικές φορές, δυο πέτρες συναντώνται στο δρόμο

και τρίβονται χαιρετώντας η μία την άλλη με αστραπές μυστικές:

αυτό αποδεικνύει πως είναι μακρινοί των συννέφων συγγενείς.

 

Σε μερικές αρέσει να διαπερνούν τη ζελατίνη της σιωπής

που καλύπτει τα πράγματα και κάνει κρότο στα τζάμια,

να σκοντάφτουν δυο φορές πάνω στον ίδιο άνθρωπο,

να ταξιδεύουν χωρίς ασφάλεια οδήγησης στη χώρα των πληγών.

Άλλες προτιμάνε το βυθό των ποταμών, να νιώθουν πάνω τους

να περνάει το νερό όπως οι ευχαριστίες ενός φιλμ μεγάλου μήκους.

Άμα το ρεύμα ήταν ιατροδικαστικό και μπορούσε να τις ανοίζει

θα ήξερε επομένως από τι πέθανε το βουνό.

 

Οι πέτρες του δρόμου ποτέ δεν απαντάνε:

καμωμένες από σιωπή, όταν τις ονομάζουμε,

τις πετάμε στην ίδια μας την κεραμοσκεπή.

 

 

 

Η ΓΕΦΥΡΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

 

Σταματώ

στα μισά της διαδρομής

κι ακούω.

 

Σε ένα άκρο

εκείνος που ήμουν μου φωνάζει:

Περίμενέ με!

 

Στο άλλο,

αυτός που θα είμαι μου ψιθυρίζει:

Ακολούθησέ με.

 

Και η γέφυρα, αιώνια,

δεν αντέχει το βάρος των τριών.

 

Jesús Jiménez Domínguez traducido al griego

 Traducción al griego: 

 Ati Solerti 

bottom of page